Καλώς ήρθατε στη Gaioptima

GAIOPTIMA BLOG

21 Ιουνίου, 2024

Εδαφική Αλατότητα

Η εδαφική αλατότητα (αγωγιμότητα) ορίζεται ως το σύνολο των  υδατοδιαλυτών αλάτων που συσσωρεύονται στα επιφανειακά αλλά και βαθύτερα  στρώματα του εδάφους. Πρόκειται για  ανθρακικά, όξινα ανθρακικά, βορικά, θειικά, χλωριούχα και νιτρικά άλατα του Ca, Mg, Na, Κ και ΝΗ4  χωρίς η σχετική αναλογία τους στο εδαφοδιάλυμα να είναι σημαντική από πλευράς  αλατότητας.  

 Τα άλατα αυτά προέρχονται από τα πετρώματα και τα ορυκτά που αποσαθρώνονται, από τα νερά για την άρδευση των καλλιεργειών και την υψηλή στάθμη του φρεάτιου ορίζοντα (υπόγεια νερά) ή από την επίδραση της θάλασσας όταν βρίσκεται σε κοντινή απόσταση καθώς και από λιπάνσεις. Οι λιπάνσεις μαζί με τα αρδευτικά νερά αποτελούν την ανθρωπογενή προέλευση της εδαφικής αλατότητας.

Η παρουσία των αλάτων αυτών στο εδαφικό σύστημα είναι  σημαντική για την ανάπτυξη των φυτών καθώς μπορούν να συμβάλλουν  στη δημιουργία τοξικών συνθηκών , όπως συμβαίνει π.χ. κυρίως με τα χλωριούχα και τα βορικά άλατα ή στην αύξηση της οσμωτικής πίεσης του εδάφους όπως συμβαίνει κυρίως με τα θειικά με επακόλουθο την αδυναμία πρόσληψης θρεπτικών στοιχείων και νερού από τις ρίζες.  

Επίσης ζημιές μπορούν να προέλθουν από την αύξηση του εδαφικού pH αλλά και την υποβάθμιση της δομής και την συνακόλουθη μειωμένη κίνηση του νερού καθοδικά, τον κακό αερισμό και την δυσκολία μηχανικής κατεργασίας.

Τελικά παρεμποδίζεται η κανονική ανάπτυξη των φυτών ή ακόμα και η ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου τους. Συνηθέστερα – στα καλλιεργούμενα φυτά – παρεμποδίζεται η επίτευξη κανονικών αποδόσεων και οδηγούμαστε σε μικρότερες σοδειές.

Τα εδάφη που περιέχουν υδατοδιαλυτά άλατα σε ποσότητα τέτοια ώστε να προξενούνται ζημιές και μειωμένες αποδόσεις στις περισσότερες των καλλιεργειών ονομάζονται αλατούχα εδάφη.

Το ποσοστό των  αλάτων σε ένα έδαφος πάνω από το οποίο προξενούνται οι παραπάνω ζημιές δεν είναι δυνατόν να ορισθεί ούτως ώστε να  ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις καθώς η επίδραση δοθέντος ποσοστού εξαρτάται από το είδος των αλάτων, την περιεκτικότητα σε οργανική ουσία αλλά κυρίως από την μηχανική σύσταση του εδάφους. Έτσι ένα ποσοστό αλάτων π.χ. 2% σε ένα έδαφος βαρειάς μηχανικής σύστασης, ικανό δηλαδή να κρατά αρκετή υγρασία, θα αντιστοιχούσε σε ένα αραιότερο διάλυμα σε σχέση με ένα αμμώδες έδαφος λιγότερο ικανό στο να κρατά υγρασία. Στην περίπτωση λοιπόν του αμμώδους εδάφους η αύξηση της οσμωτικής πίεσης και οι τοξικές δράσεις των αλάτων θα ήταν μεγαλύτερες σε σχέση με το βαρύ έδαφος για το ίδιο ποσοστό αλάτων . Πρέπει να αναζητήσουμε λοιπόν έναν άλλο τρόπο μέτρησης της εδαφικής αλατότητας.    

Θα μπορούσαμε να  μετράμε απ΄ ευθείας το οσμωτικό δυναμικό του εδαφοδιαλύματος   και η  μέτρηση αυτή θα μας έδινε μια πολύ ακριβή και άμεση εικόνα της επιβλαβούς ή μη συγκέντρωσης των υδατοδιαλύτών αλάτων του εδάφους. Ωστόσο είναι δύσκολο να αποχωρίσουμε από ένα δείγμα εδάφους επαρκή ποσότητα διαλύματος για την άμεση μέτρηση του οσμωτικού δυναμικού ειδικά όταν πρόκειται για ένα εργαστήριο το οποίο πρέπει να αναλύει μεγάλο αριθμό δειγμάτων ημερησίως. 

Τελικά  μετράμε έμμεσα την περιεκτικότητα των αλάτων μέσω μιας άλλης ιδιότητας του εδαφοδιαλύματος η οποία εξαρτάται από το σύνολο των αλάτων του εδάφους που επηρεάζουν την οσμωτική πίεση. Πρόκειται για την  ηλεκτρική αγωγιμότητα (C)  του εδαφικού  διαλύματος. Με τον όρο αυτό εννοούμε την ευκολία με την οποία διέρχεται το ηλεκτρικό ρεύμα μέσα από το εδαφικό διάλυμα. Αυτή εξαρτάται πάντα από την παρουσία φορέων του ηλεκτρικού ρεύματος εντός του διαλύματος: ηλεκτρόνια και ιόντα. Στην περίπτωση του εδάφους τα ιόντα που καθορίζουν την τιμή της  C είναι τα ιόντα των υδατοδιαλυτών αλάτων του εδαφοδιαλύματος που επιθυμούμε να εκτιμήσουμε αφού το απιονισμένο νερό που χρησιμοποιούμε δεν περιέχει τέτοια. Έτσι εδάφη πλούσια σε άλατα άγουν πιο εύκολα τον ηλεκτρισμό και έχουν μεγάλη ηλεκτρική αγωγιμότητα. Η ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα είναι η τιμή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας εδαφικού διαλύματος όπως μετριέται σε μια τυποποιημένη εργαστηριακή διάταξη: είναι η αγωγιμότητα διαλύματος όταν μετριέται με δυο ηλεκτρόδια επιφάνειας 1cm₂ που απέχουν μεταξύ τους 1cm, στους 25∘C.  Η μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής αγωγιμότητας είναι το mho/cm. 

Ο προσδιορισμός των υδατοδιαλυτών αλάτων γίνεται σε δυο στάδια: προηγείται η απόσπαση – εκχύλιση – των αλάτων από την στερεά φάση μέσω νερού και ακολουθεί η μέτρηση της ειδικής ηλεκτρικής αγωγιμότητας στο εκχύλισμα.

 Μπορούμε να εκχυλίσουμε με  διάφορες ποσότητες νερού. Έτσι π.χ.  αν ήταν πρακτικά εύκολο θα  μπορούσαμε να μετρήσουμε  κοντά στο σημείο μάρανσης ωστόσο ελάχιστο ενδιαφέρον θα είχε η τιμή της αφού τα φυτά αντιμετωπίζουν έναν πολύ σοβαρότερο κίνδυνο λόγω έλλειψης νερού. Θα θέλαμε η μέτρηση της ειδικής ηλεκτρικής αγωγιμότητας να γίνεται σε ένα ποσοστό εδαφικής υγρασίας τέτοιο που να αντιστοιχεί σε μια κανονική δραστηριότητα του φυτού δηλαδή σε ένα ποσοστό που να βρίσκεται σε άμεση σχέση προς το ανώτατο και κατώτατο όριο του εδαφικού νερού που είναι προσιτό στα φυτά. Αυτό εξασφαλίζουμε όταν προσθέσουμε στο εδαφικό δείγμα ποσότητα νερού ίση με το νερό κορεσμού δηλαδή το μέγιστο ποσό νερού που συγκρατεί ένα έδαφος όταν με την  προσθήκη νερού έχουμε οδηγήσει το δείγμα σε μια λασπώδη κατάσταση την πάστα κορεσμού. Κατά την προσθήκη νερού ελέγχουμε την δημιουργούμενη πάστα ως προς την στιλπνότητά της, την κάλυψη χαρασσόμενης γραμμής στη επιφάνειά της, το ιξώδες της και την παρουσία ή μη ελεύθερου νερού ώστε να γνωρίζουμε πότε έχουμε επιτύχει την πάστα κορεσμού. 

Το νερού κορεσμού  συνδέεται με άλλες σταθερές της κατάστασης υγρασίας του εδάφους όπως η αγροϊκανότητα και το σημείο μόνιμης μάρανσης. Έτσι η % υγρασία κορεσμού είναι 4 φορές μεγαλύτερη του ποσοστού υγρασίας στο σημείο μόνιμης μάρανσης (15atm) και 2 φορές μεγαλύτερο του νερού στο σημείο της αγροϊκανότητας (0,3atm) ικανοποιώντας την σχέση που αναφέρουμε πιο πάνω. 

Από την πάστα κορεσμού μέσω διήθησης ή φυγοκέντρισης παίρνουμε το εκχύλισμα κορεσμού όπου μετράμε την ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα αλλά και τις περιεκτικότητες των υδατοδιαλυτών ανιόντων και κατιόντων του εδάφους.

Τα όρια ανάπτυξης των καλλιεργειών όσο αφορά στην εδαφική αγωγιμότητα, μετρώντας την ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα στην πάστα κορεσμού, τα είναι:

0-2  mhos/cm:  έδαφος χωρίς προβλήματα αλατότητας. Κανένας περιορισμό όσον αφορά στην αλατότητα.

2-4 mhos/cm: εδάφη με πολύ ελαφρά αλατότητα, ακατάλληλα για πολύ ευαίσθητα φυτά.

4-8 mhos/cm: εδάφη ελαφρώς αλατούχα όπου περιορίζεται η ανάπτυξη των περισσότερων φυτών.

8-15mhos/cm: μετρίως αλατούχα. Μόνο ανθεκτικά στα άλατα φυτά επιβιώνουν.

>15 mhos/cm: ισχυρώς αλατούχα. Μόνο πολύ ανθεκτικά στα άλατα φυτά επιβιώνουν.

 Η  μέτρηση σε πάστα κορεσμού είναι αυτή για την οποία υπάρχει η παραπάνω βαθμονόμηση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ενός εδάφους. Ωστόσο υπάρχουν και άλλες μέθοδοι που βασίζονται στη μέτρηση της αγωγιμότητας αιωρημάτων εδάφους νερού με σχέσεις1:1, 1:2 ή 1:5 (έδαφος προς νερό). Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε τις μετρήσεις αφού πλέον δεν μπορούμε να βασιστούμε στις κλάσεις των τιμών που προκύπτουν από πάστα κορεσμού. Τα εργαστήριο που έχει επιλέξει αυτές τις μεθόδους πιθανώς να μας παρέχει και την αντίστοιχη πληροφορία.   

Στην Ελληνική βιβλιογραφία η εργασία: 

Soil Salinity Assessment Using Saturated Paste and

Mass Soil:Water 1:1 and 1:5 Ratios Extracts

George Kargas, Iakovos Chatzigiakoumis, Athanasios Kollias, Dimitrios Spiliotis,

Ioannis Massas and Petros Kerkides  βοηθά στην κατανόηση του θέματος.